- άνθινος
- -η, -ο (Α ἄνθινος, -η, -ον και ἀνθινός, -ή, -όν)αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από άνθηαρχ.1. αυτός που έχει άνθη ή μοιάζει με άνθος2. ανθηρός, δροσερός3. (για κρασιά και ποτά) αρωματισμένος4. (για γυναικείο ένδυμα) λουλουδισμένος, ζωηρόχρωμος5. ζωηρός στην έκφραση, τραχύς, σαρκαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.